χρήμαθ'

χρήμαθ'
χρή̱ματα , χρῆμα
need
neut nom/voc/acc pl
χρή̱ματι , χρῆμα
need
neut dat sg
χρή̱ματε , χρῆμα
need
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ημερόκοιτος — ἡμερόκοιτος, δωρ. τ. ἁμερόκοιτος, ον (Α) (για κλέφτες ή για νυχτερίδες) αυτός που κοιμάται την ημέρα για να μπορεί να κλέβει κατά τη νύχτα («μή ποτε σ ἡμερόκοιτος ἀνήρ ἀπὸ χρήμαθ ἕληται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κοιτος (< κοίτη),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”